- ἀντιπαρέκτασις
- ἀντιπαρέκτασιςinterpenetrationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπαρέκτασις — ἀντιπαρέκτασις, η (Α) η αμοιβαία έκταση και διείσδυση μεταξύ δύο ή περισσότερων σωμάτων … Dictionary of Greek
ἀντιπαρέκτασιν — ἀντιπαρέκτασις interpenetration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВОПЛОЩЕНИЕ — [греч. ἐνσάρκωσις, лат. incarnatio], ключевое событие истории спасения, состоящее в том, что предвечное Слово (Логос), Сын Божий, Второе Лицо Пресв. Троицы, восприняло человеческую природу. Вера в факт В. служит основанием христ. исповедания… … Православная энциклопедия